-
1 ἐπιχαίρω
A rejoice over, exult over, mostly of malignant joy, c. dat. rei,κακοῖς τοῖς τοῦδε S.Aj. 961
;ἀτυχίαις τῶν πέλας Men.673
, cf. Arist. Rh. 1379b17: c. dat. pers., D. 21.134;τινὶ τεθνηκότι Plu.Eum.2
;ἐπί τινι Phld.Mort.20
: abs., Ar. Pax 1015 (anap.), D.9.61: also in [tense] aor. I [voice] Med.,ἐπεχήρατο A.R.4.55
:—[voice] Pass., Phld.Mort.20.2 rarely in good sense, ἐπιχαρῆναι ([tense] aor. 2 [voice] Pass.) rejoice in another's joy, Ar.Th. 314(lyr.): c. acc., (anap.).3 take pleasure in, c. dat., Hld.6.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχαίρω
См. также в других словарях:
επιχαίρω — (AM ἐπιχαίρω) χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῑν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.) μσν. καλοτυχίζω κάποιον αρχ. μσν. (με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ. β.… … Dictionary of Greek